- ὡραιόφθαλμος
- ὡραιόφθαλμος, ον,A gloss on εὔωπις, Sch.Pi.O.10(11).90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωραιόφθαλμος — ον, ΜΑ (ως ερμ. τής λ. εὐῶπις*) αυτός που έχει ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek